κρεοπωλικός

κρεοπωλικός
κρεοπωλικός, -ή, -ό (Α) [κρεοπώλης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρεοπώλη («κρεοπωλικὴ τράπεζα», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακελλικός — μακελλικός, ή, όν (AM) [μάκελλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρεοπωλείο ή στον κρεοπώλη, κρεοπωλικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”